αχόρδιστος

αχόρδιστος
-η, -ο
(για μουσικά όργανα, ρολόγια κ.ά.) εκείνος τον οποίο δεν έχουν χορδίσει, ο ακούρδιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + χορδίζω. Η λ. μαρτυρείται στον Δ. Ν. Βερναρδάκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”